Μηδεία

Μηδεία
Μηδείᾱ , Μήδειος
fem nom/voc/acc dual
Μηδείᾱ , Μήδειος
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Μηδείᾱ , Μηδεία
fem nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Μηδείᾳ — Μηδείᾱͅ , Μήδειος fem dat sg (attic doric aeolic) Μηδείᾱͅ , Μηδεία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήδεϊα — I Ηρωίδα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του βασιλιά της Κολχίδας Αιήτη, αδελφού της Κίρκης και της Πασιφάης, και της Ωκεανίδας Ιδυίας. Σύμφωνα με κάποια άλλη παράδοση, μητέρα της ήταν η θεά Εκάτη και αδελφή της η Κίρκη. Η Μ., ήδη από τον Πίνδαρο …   Dictionary of Greek

  • Μήδεια — Μήδειος neut nom/voc/acc pl Μηδεία fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μήδεια — η μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του βασιλιά της Κολχίδας Αιήτη και σύζυγος του Ιάσονα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μηδείας — Μηδείᾱς , Μήδειος fem acc pl Μηδείᾱς , Μήδειος fem gen sg (attic doric aeolic) Μηδείᾱς , Μηδεία fem acc pl Μηδείᾱς , Μηδεία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μήδει' — Μήδεια , Μήδειος neut nom/voc/acc pl Μήδειε , Μήδειος masc voc sg Μήδειαι , Μήδειος fem nom/voc pl Μήδεια , Μηδεία fem nom/voc sg Μήδειαι , Μηδεία fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μηδείαι — Μηδείᾱͅ , Μήδειος fem dat sg (attic doric aeolic) Μηδείᾱͅ , Μηδεία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Медея — (Μήδεια) дочь колхидского царя Эфета и Гекаты, внучка Гелиеса. Имя М. тесно связано с одним из древнейших греческих сказаний, об аргонавтах, обломком преданий о сношениях греков со странами Востока в доисторические времена. Чарам М. научилась от… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Μηδειῶν — Μηδεία fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μηδείαν — Μηδείᾱν , Μήδειος fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”